Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Περιμένοντας υποτακτικά τη σειρά μου.


Τράπεζα η ώρα 1.το μεσημέρι. Στο μακρόστενο χώρο αναμονής, με τα μαλακά καθίσματα, προσεκτικά ταχτοποιημένα,  σιωπηλοί άνθρωποι όλων των ηλικιών περιμένουν. Το σύνθημα το δίνει ένας ηλεκτρονικός ήχος και ένας σηματοδότης αριθμών που εναλλάσσονται 333, 334, 338. Περιμένουμε όλοι τη σειρά μας, ταχτοποιημένοι και πειθήνιοι. Πίσω από τον γκισέ οι υπάλληλοι εκπληρώνουν μηχανικά τα καθήκοντα, με σκυμμένο κεφάλι. Είναι η ευθύνη του μετρήματος βλέπεις. Που και που σηκώνουν δειλά το κεφάλι και σου ρίχνουν μια γρήγορη ματιά. Έπειτα ρίχνονται και πάλι στη μάχη των αριθμών. 

Τώρα πια έχει έρθει η σειρά μου και στέκομαι μπροστά στον γκισέ. Κοιτάζω εξεταστικά το πρόσωπο του ταμία, προσπαθώντας να ανιχνεύσω την ανθρώπινη διάσταση του, έξω από την καλοκουρδισμένη αυτή μηχανή των εναλλασσόμενων αριθμών. Ο άνθρωπος που στέκεται απέναντι μου με τα μάτια προσηλωμένα στους υπολογισμούς του, είναι ένας νεαρός άντρας με καστανές μακριές βλεφαρίδες, μάτια ευγενικά- σχεδόν θηλυκά και όμορφο καλοσχηματισμένο στόμα. Τον κοιτώ κι αναρωτιέμαι άραγε τι ονειρεύεται ; Τι ονειρεύεται τις νύχτες που είναι ελεύθερος ; Χωρίς αριθμούς, πολύχρωμα χαρτονομίσματα και μετρητές. Χωρίς τικ και τακ στους λεπτοδείκτες. Μόνος με τα κοριτσίστικα μάτια του πλατειά ανοιγμένα στο όνειρο. Σε τι κόσμους άραγε δραπετεύει τις νύχτες, μέχρι το τικ τακ του ονείρου να τελειώσει και ο ηλεκτρονικός βόμβος του ρολογιού να τον γυρίσει στην ευθύνη, την υποχρέωση.

Ένας αριθμός αναβοσβήνει. Είναι επτά, ο  σκοπός του ρολογιού χορεύει ρυθμικά μεσ’την συνείδηση: "Ξύπνα είναι ώρα να ζήσεις. Φόρεσε την στολή και τραγούδα μαζί μου στον ρυθμό, εν δυο η ζωή μας, θα σου μάθω να μετράς, εν δυο η ζωή μας θα σου μάθω να υπολογίζεις,  εν δυο η ζωή μας θα σου μάθω να τοκίζεις. Εν δυο η ζωή μας νεκροζώντανη".

Δεν ξέρω για τα όνειρα του ταμία, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Καθώς περίμενα το μέτρημα του στον γκισέ πάντως, έπιασα τον εαυτό μου να φαντάζεται την ορμητική είσοδο ενός ληστή. Τότε κανείς δεν θα περιμένει υποτακτικά τη σειρά του. Τα καθήκοντα θα σταματήσουν. Οι εναλλασσόμενοι αριθμοί δεν θα έχουν πια καμιά σημασία. Θα χάσουμε όλοι τη σειρά μας και κάποιοι ίσως κρυφά να χαμογελάσουν.

ΠΑΡΑΤΗΡΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ


Βλέπεις τι σε καλεί η ώρα να κάνεις ; Αποτύπωση. Σε μια γωνιά του χρόνου, στο αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αθηνών, πως βρέθηκα μέσα σε αυτή την γωνίτσα του χωροχρόνου ούτε κι εγώ δεν το κατάλαβα…
Ήταν μοιραίο να αναδυθεί αυτή η στιγμή από το πουθενά γιατί μερικές φορές- όσο κι αν κάποια πράγματα είναι προγραμματισμένα να γίνουν -(αφίξεις- αναχωρήσεις-ελλείψεις και δρομολόγια) είναι και κάποια άλλα που παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί, για σένα μόνο.

Μια στιγμή μέσα στον χρόνο λοιπόν, φαινομενικά εγκλωβισμένη αλλά ελεύθερη όσο ποτέ, νιώθοντας για πρώτη φορά ύψιστη ευγνωμοσύνη για τους περιορισμούς του χωροχρονικού συνεχούς. Γιατί χάρη στο εδώ και το μακριά, χάρη στο πριν και το μετά, χάρη στο ευτελές της ανθρώπινης φύσης, βρίσκομαι εδώ και σήμερα.

Μια μέρα στο Μουσείο της Ακρόπολης

Ναι ξέρω, ο τίτλος μου είναι άχαρος,  θυμίζει έκθεση μαθητή δημοτικού σχολείου, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο για τώρα.  Είναι δύσκολο να γράψω για την μέρα στο μουσείο, ανάμεσα σε τόσους ζωντανούς. Θέλουν ένα πέρασμα στην αιωνιότητα τέτοιες διεκδικήσεις . Ας προσπαθήσω…..Πως θα ξεκινούσε ένας μαθητής δημοτικού την έκθεσή του; Θα ξεκινούσε κάπως έτσι :

Η μέρα στο μουσείο μου προκάλεσε μεγάλη θλίψη. Δηλαδή ήταν μια μέρα λυπημένη. Έμοιαζε με επίσκεψη στον τάφο αγαπημένου φίλου που βρήκε τραγικό θάνατο από το τσίμπημα ενός μυρμηγκιού. Μύριζε τηγανιτό κοτόπουλο. Είχε πολλούς κινέζους τουρίστες που μύριζαν τηγανητό κοτόπουλο ή πατάτες δεν είμαι σίγουρη.
Ούτε μια στιγμή ελεύθερου θρήνου δεν επέτρεψαν οι ιθύνοντες. Έπρεπε να κρυφτώ στην τουαλέτα για να δακρύσω με την ησυχία μου.

Έψαχνα αγωνιωδώς μια σκέψη για να ξεγελάσω αυτή την αποτρόπαια λύπη. Σκέφτηκα : Την πίστη μου έδωσαν ελληνική, μάλλον για να μπορέσω να απαλλαγώ από το μέλλον μου.
Δεν θέλω να είμαι μέρος αυτού του συνόλου. Κούφιο κακέκτυπο του ένδοξου παρελθόντος.

Αναρωτήθηκα :  - Πως θάψαμε τον Ύψιστο Αγαπημένο μας με τόση ευκολία και ούτε ένα μνημόσυνο δεν ακούγεται πια για εκείνον. Μόνο στο παζάρι βγάζουμε την μνήμη του, καμιά φορά έτσι για το θεαθήναι.

Κλαίουσα Θεά Αφροδίτη με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, μη λησμονείς να κλαις και για εμένα.
Μη λησμονείς  να με κοιτάς στα μάτια.

Κλαίουσα Θεά Αφροδίτη με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον  μη λησμονείς να κοιτάς τους δολοφόνους σου στα μάτια.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΥΛΗ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ 2...Η ΜΗΠΩΣ ΟΧΙ ;



Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
ΥΠΗΡΞΕ ΑΠΛΗ ΑΛΛΑ ΚΕΡΑΙΗ.
ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΕΚΠΑΡΑΘΥΡΩΣΕΙ ΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟ ΜΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΔΙΕΡΩΤΟΜΑΣΤΕ ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ...

"Η τέχνη είναι η μόνη μεταφυσική".

"Η τέχνη είναι η μόνη μεταφυσική". Τουλάχιστον στον δικό μας χωροχρόνο. Είναι η μόνη αποδεκτή μορφή μεταφυσικής αναζήτησης στο σύγχρονο κόσμο. Λογοτεχνία, ποίηση, Φιλοσοφία (τέχνη & επιστήμη), Κινηματογράφος, Γλυπτική, ζωγραφική και τόσα άλλα, υπήρξαν οι θεμέλιοι λίθοι σε όλες τις κοινωνίες των ανθρώπων, έξω από το πεπερασμένο των εποχών. Κάτι σαν σκαλωσιές, όπου επάνω τους μετεωρίστηκαν για αιώνες, ιδέες και άνθρωποι. Εκείνοι οι παράξενοι, που συχνά αισθάνθηκαν την ανάγκη να φωνάξουν προς τον κόσμο: «Εάν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη γη, δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της» (1).

 Κοινό γνώρισμα, όλων των σύγχρονων φιλοσόφων - του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού, οι οποίοι πήραν την σκυτάλη από τους Αρχαίους Μεγάλους Έλληνες, υπήρξε η αναζήτηση της ίδιας μεταφυσικής, δηλαδή το υπαρξιακό η οντολογικό ζήτημα.

 Το οντολογικό ζήτημα, λοιπόν εξακολουθεί να καίει τον πυρήνα του φιλοσοφικού νου, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Και για να κάνουμε και μερικές απλοποιήσεις, οντολογικό ζήτημα εστί με λίγα λόγια αυτό : «-Ποιος είμαι; - Πως δημιουργήθηκα;  -Από πού ήρθα; -Και που πάω !». Απλά πραγματάκια !
Φυσικά αστειεύομαι. Το οντολογικό ζήτημα δεν υπήρξε απλό, μα ούτε και ανεπίλυτο, καθώς έχει επιλυθεί αρκετές φορές…Κάπου στο πέρασμα των αιώνων ξεχάστηκε απλώς. Εφόσον όμως, «Η Γνώση είναι Ανάμνηση», υπάρχει ακόμα ελπίς, να θυμηθούμε.